- χρηματιστῶν
- χρηματιστήςmoney-gettermasc gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
χρηματιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω τού χρηματιστηρίου 2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές… … Dictionary of Greek